- προυνικία
- ἡ, Α1. λαγνεία2. ασελγής, ακόρεστη διαγωγή3. ακολασία.[ΕΤΥΜΟΛ. < προύνικος, άλλος τ. τού προύνεικος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προυνικίας — προυνικίᾱς , προυνικία lewd conduct fem acc pl προυνικίᾱς , προυνικία lewd conduct fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προυνικίαν — προυνικίᾱν , προυνικία lewd conduct fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)